- Βόλβη
- Sp Vòlvė Ap Βόλβη/Volvi L ež. ŠR Graikijoje
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Βόλβη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βόλβῃ — Βόλβη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βόλβη, λίμνη — Λίμνη (73 τ. χλμ.) του νομού Θεσσαλονίκης, η δεύτερη σε έκταση της χώρας μας, στην περιοχή μεταξύ των ορέων Βερτίσκου και Βόλβης από Β και Χορτιάτη, Χολομώντα και Στρατονικού από Ν, τα νερά των οποίων συγκεντρώνει. Δέχεται επίσης τα πλεονάζοντα… … Dictionary of Greek
βόλβη — βόλβα vulva fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλβῃ — βόλβα vulva fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλη Βόλβη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Βόλβης, σε απόσταση 60 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεντίνας … Dictionary of Greek
Μικρή Βόλβη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 770 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 72 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεντίνας … Dictionary of Greek
Βόλβαι — Βόλβη fem nom/voc pl Βόλβᾱͅ , Βόλβη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БОЛБА — • Βόλβη, большое озеро в Македонии (Мигдонии), которое было в связи с Стримонским заливом (Thuc. 4, 103. 1, 58), н. Вешик или Кониос … Реальный словарь классических древностей
Βολβῶν — Βόλβη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)